διαδραματίζω: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diadramati/zw | |Beta Code=diadramati/zw | ||
|Definition=[[finish acting a play]], <span class="bibl">M.Ant.3.8</span>, <span class="bibl">D.L.3.56</span>. | |Definition=[[finish acting a play]], <span class="bibl">M.Ant.3.8</span>, <span class="bibl">D.L.3.56</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[representar en su totalidad]] una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδρᾱμᾰτίζω''': παριστῶ δρᾶμά τι [[μέχρι]] τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56. | |lstext='''διαδρᾱμᾰτίζω''': παριστῶ δρᾶμά τι [[μέχρι]] τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:51, 1 October 2022
English (LSJ)
finish acting a play, M.Ant.3.8, D.L.3.56.
Spanish (DGE)
representar en su totalidad una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56.
German (Pape)
[Seite 577] ein Schauspiel zu Ende spielen, M. Anton. 3, 8; u. allgemein, ἐν τῇ τραγωδίᾳ, D. L. 3, 56.
Greek (Liddell-Scott)
διαδρᾱμᾰτίζω: παριστῶ δρᾶμά τι μέχρι τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56.
Greek Monolingual
(Α διαδραματίζω)
νεοελλ.
1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος
2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις
3. διαδραματίζομαι
εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο)
αρχ.
παριστάνω δράμα μέχρι τέλους.
Russian (Dvoretsky)
διαδρᾱμᾰτίζω: играть на сцене, представлять (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).