διεσθίω: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diesqi/w
|Beta Code=diesqi/w
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.2</span>:— [[eat through]], <b class="b3">δ. τὴν μητέρα</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[μήτραν]]), of young vipers, <span class="bibl">Hdt.3.109</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>558a30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[consume]], [[corrode]], Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., <span class="bibl">D.L.5.76</span>:—Med., τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ph.2.541</span>.</span>
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.2</span>:— [[eat through]], <b class="b3">δ. τὴν μητέρα</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[μήτραν]]), of young vipers, <span class="bibl">Hdt.3.109</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>558a30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[consume]], [[corrode]], Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., <span class="bibl">D.L.5.76</span>:—Med., τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ph.2.541</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. [[διέφαγον]] Hdt.3.109, Hp.<i>Mul</i>.1.2]<br /><b class="num">1</b> c. suj. animado [[devorar]] τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.<i>HA</i> 558<sup>a</sup>30, Thphr. en Ael.<i>NA</i>.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.<i>Epit.Xiph</i>.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.<i>AI</i> 10.19, ἡ [[ἄρκτος]] ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.93A<br /><b class="num">•</b>fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν <i>Corp.Herm</i>.10.20.<br /><b class="num">2</b> c. suj. inanimado [[corroer]], [[consumir]] τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.<i>VM</i> 19, cf. Dsc.<i>Eup</i>.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.<i>CP</i> 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.<i>CP</i> 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ [[ἐγκέφαλος]] ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.<i>SA</i> 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.<i>Mul</i>.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. abstr. [[corroer]], [[corromper]] τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ [[ἁμαρτία]]) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.<i>Instit</i>.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διέδομαι;<br />dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐσθίω]].
|btext=<i>f.</i> διέδομαι;<br />dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐσθίω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. [[διέφαγον]] Hdt.3.109, Hp.<i>Mul</i>.1.2]<br /><b class="num">1</b> c. suj. animado [[devorar]] τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.<i>HA</i> 558<sup>a</sup>30, Thphr. en Ael.<i>NA</i>.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.<i>Epit.Xiph</i>.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.<i>AI</i> 10.19, ἡ [[ἄρκτος]] ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.93A<br /><b class="num">•</b>fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν <i>Corp.Herm</i>.10.20.<br /><b class="num">2</b> c. suj. inanimado [[corroer]], [[consumir]] τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.<i>VM</i> 19, cf. Dsc.<i>Eup</i>.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.<i>CP</i> 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.<i>CP</i> 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ [[ἐγκέφαλος]] ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.<i>SA</i> 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.<i>Mul</i>.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. abstr. [[corroer]], [[corromper]] τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ [[ἁμαρτία]]) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.<i>Instit</i>.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεσθίω Medium diacritics: διεσθίω Low diacritics: διεσθίω Capitals: ΔΙΕΣΘΙΩ
Transliteration A: diesthíō Transliteration B: diesthiō Transliteration C: diesthio Beta Code: diesqi/w

English (LSJ)

fut. A -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.Mul.1.2:— eat through, δ. τὴν μητέρα (v.l. μήτραν), of young vipers, Hdt.3.109, cf. Arist.HA558a30. II consume, corrode, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. διέφαγον Hdt.3.109, Hp.Mul.1.2]
1 c. suj. animado devorar τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.HA 558a30, Thphr. en Ael.NA.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.Epit.Xiph.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.AI 10.19, ἡ ἄρκτος ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.Or.M.85.93A
fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν Corp.Herm.10.20.
2 c. suj. inanimado corroer, consumir τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.VM 19, cf. Dsc.Eup.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.CP 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.CP 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ ἐγκέφαλος ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.Morb.Sacr.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.SA 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.Mul.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45
fig. c. suj. abstr. corroer, corromper τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ ἁμαρτία) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.Instit.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.

Greek (Liddell-Scott)

διεσθίω: μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -τρώγω ἐντελῶς, κατατρώγω, δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. καταναλίσκω, κατατρώγω, Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.

French (Bailly abrégé)

f. διέδομαι;
dévorer.
Étymologie: διά, ἐσθίω.

Greek Monolingual

διεσθίω (Α) εσθίω
1. τρώγω εντελώς, κατατρώγω
2. φθείρω, καταναλώνω.

Greek Monotonic

διεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ διέφᾰγον, κατατρώω· δ. τὴν μητέρα (βλ. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διεσθίω: (fut. διέδομαι, aor. διέφᾰγον)
1) проедать, разъедать (τι Her., Arst., Plut.);
2) пожирать, уничтожать (ὁ τὰ πάντα διεσθίων φθόνος Diog. L.).

Middle Liddell

fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον
to eat through, δ. τὴν μήτραν, of young vipers, Hdt.