ἀκέαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ke/astos | |Beta Code=a)ke/astos | ||
|Definition=ον, = [[ἄκλαστος]], Hsch. | |Definition=ον, = [[ἄκλαστος]], Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ. | |lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α). | |mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἄκλαστος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀκέαστος, -ον (Α) κεάζω
αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος
«ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α).