ἀμετάδοτος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)meta/dotos | |Beta Code=a)meta/dotos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not imparting]], [[sharing]], [[τινός]] Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>145</span>: abs., [[niggardly]], [[βίος]] Nic.Dam.<span class="bibl">p.144b28</span>D.; of persons, opp. [[κοινωνητικοί]], <span class="bibl">Epict.<span class="title">Sent.</span>6</span>. Adv. <b class="b3">-ως, ζῆν</b> live [[without giving to any one]], Plu.2.525d. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[not imparted]], [[secret]], ὑφήγησις <span class="bibl">Vett.Val.331.6</span>, cf.<span class="title">PMag.Par.</span>1.256.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not imparting]], [[sharing]], [[τινός]] Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>145</span>: abs., [[niggardly]], [[βίος]] Nic.Dam.<span class="bibl">p.144b28</span>D.; of persons, opp. [[κοινωνητικοί]], <span class="bibl">Epict.<span class="title">Sent.</span>6</span>. Adv. <b class="b3">-ως, ζῆν</b> live [[without giving to any one]], Plu.2.525d. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[not imparted]], [[secret]], ὑφήγησις <span class="bibl">Vett.Val.331.6</span>, cf.<span class="title">PMag.Par.</span>1.256.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no participado]], [[secreto]], [[ἀπόρρητος]] ἀ. ὑφήγησις Vett.Val.331.6, πραγματεία <i>PMag</i>.4.256<br /><b class="num">•</b>[[de lo que no se ha dado parte]], [[no público]] [[δημοσίωσις]] <i>SB</i> 7634.40 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[no participable]], [[no comunicable]] ἀ. γὰρ ἡ [[δόξα]] τοῦ Παντοχράτορος pues la gloria del Omnipotente no es comunicable</i> Eun.Cyz. en Gr.Nyss.M.45.520A.<br /><b class="num">3</b> [[que no participa]] ἀθύτων πελάνων Sch.E.<i>Hipp</i>.145<br /><b class="num">•</b>abs. [[tacaño]] [[βίος]] Nic.Dam.138, (οἱ κόλακες) πληκτικοὶ καὶ ἄποροι καὶ ἀ. καὶ ἄχρ<ε>ιοι Epict.<i>Sent</i>.6.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin hacer partícipe de nada]], [[sin dar nada]] ζῆν Plu.2.525c. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετάδοτος''': -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ [[μεταδίδω]] τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D. | |lstext='''ἀμετάδοτος''': -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ [[μεταδίδω]] τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάδοτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν [[πρέπει]] να μεταδοθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά για ασθένειες) ο μη [[μεταδοτικός]], ο μη [[κολλητικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μετέχει σε [[κάτι]], ο [[αμέτοχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, [[αμετάλαβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν δίνει από αυτά που έχει, [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επικοινωνεί με τους άλλους, [[ακοινώνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταδίδωμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀμεταδοσία]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάδοτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν [[πρέπει]] να μεταδοθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά για ασθένειες) ο μη [[μεταδοτικός]], ο μη [[κολλητικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μετέχει σε [[κάτι]], ο [[αμέτοχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, [[αμετάλαβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν δίνει από αυτά που έχει, [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επικοινωνεί με τους άλλους, [[ακοινώνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταδίδωμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀμεταδοσία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A not imparting, sharing, τινός Sch.E.Hipp.145: abs., niggardly, βίος Nic.Dam.p.144b28D.; of persons, opp. κοινωνητικοί, Epict.Sent.6. Adv. -ως, ζῆν live without giving to any one, Plu.2.525d. II Pass., not imparted, secret, ὑφήγησις Vett.Val.331.6, cf.PMag.Par.1.256.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no participado, secreto, ἀπόρρητος ἀ. ὑφήγησις Vett.Val.331.6, πραγματεία PMag.4.256
•de lo que no se ha dado parte, no público δημοσίωσις SB 7634.40 (III a.C.).
2 no participable, no comunicable ἀ. γὰρ ἡ δόξα τοῦ Παντοχράτορος pues la gloria del Omnipotente no es comunicable Eun.Cyz. en Gr.Nyss.M.45.520A.
3 que no participa ἀθύτων πελάνων Sch.E.Hipp.145
•abs. tacaño βίος Nic.Dam.138, (οἱ κόλακες) πληκτικοὶ καὶ ἄποροι καὶ ἀ. καὶ ἄχρ<ε>ιοι Epict.Sent.6.
II adv. -ως sin hacer partícipe de nada, sin dar nada ζῆν Plu.2.525c.
German (Pape)
[Seite 122] nicht mittheilend, Plut. cup. div. 5, im adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάδοτος: -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ μεταδίδω τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάδοτος, -ον)
αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί
νεοελλ.
(ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός
μσν.
1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος
2. αυτός που δεν κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, αμετάλαβος
αρχ.
1. αυτός που δεν δίνει από αυτά που έχει, φιλάργυρος, τσιγγούνης
2. αυτός που δεν επικοινωνεί με τους άλλους, ακοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μεταδίδωμι.
ΠΑΡ. μσν. ἀμεταδοσία.