ἀνασκοπή: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)naskoph/
|Beta Code=a)naskoph/
|Definition=ἡ, [[consideration]], Timo <span class="bibl">61</span>.
|Definition=ἡ, [[consideration]], Timo <span class="bibl">61</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[consideración]], [[atención]] γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' [[ἀνάθρησις]] Timo 61.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασκοπή''': ἡ, [[ἐξέτασις]], [[ἔρευνα]], Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.
|lstext='''ἀνασκοπή''': ἡ, [[ἐξέτασις]], [[ἔρευνα]], Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[consideración]], [[atención]] γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' [[ἀνάθρησις]] Timo 61.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκοπή Medium diacritics: ἀνασκοπή Low diacritics: ανασκοπή Capitals: ΑΝΑΣΚΟΠΗ
Transliteration A: anaskopḗ Transliteration B: anaskopē Transliteration C: anaskopi Beta Code: a)naskoph/

English (LSJ)

ἡ, consideration, Timo 61.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
consideración, atención γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' ἀνάθρησις Timo 61.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκοπή: ἡ, ἐξέτασις, ἔρευνα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.

Greek Monolingual

η (Α ἀνασκοπή)
1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση
2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός
αρχ.
σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασκοπή:рассмотрение, исследование Sext.