ἀνθράκωμα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nqra/kwma | |Beta Code=a)nqra/kwma | ||
|Definition=ατος, τό, [[heap]] of [[charcoal]], [[coal]]-[[fire]], Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.45. | |Definition=ατος, τό, [[heap]] of [[charcoal]], [[coal]]-[[fire]], Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.45. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48. | |lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα. | |mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:18, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.
German (Pape)
[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
Greek Monolingual
και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.