ἀσύγγνωστος: Difference between revisions
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)su/ggnwstos | |Beta Code=a)su/ggnwstos | ||
|Definition=ον, = [[ἀσυγγνώμων]] ([[not pardoning]], [[merciless]], [[relentless]]), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>184</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unpardonable]], Gal.1.13, <span class="bibl">Phalar. <span class="title">Ep.</span>6</span>, <span class="bibl">Him.<span class="title">Ecl.</span>5.10</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>59.144</span>. Adv. [[ἀσυγγνώστως]] <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>20</span>.</span> | |Definition=ον, = [[ἀσυγγνώμων]] ([[not pardoning]], [[merciless]], [[relentless]]), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>184</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unpardonable]], Gal.1.13, <span class="bibl">Phalar. <span class="title">Ep.</span>6</span>, <span class="bibl">Him.<span class="title">Ecl.</span>5.10</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>59.144</span>. Adv. [[ἀσυγγνώστως]] <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>20</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene disculpa]], [[imperdonable]] τὸ κακόν Gal.<i>Adhort</i>.7, [[ἀδοξία]] Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.<i>Or</i>.59.144<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀσύγγνωστα [[cosas imperdonables]] Phalar.<i>Ep</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[que no perdona]] ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.<i>Ep</i>.184.416c, δικασταί Chrys.<i>Sac</i>.3.14.13<br /><b class="num">•</b>[[inexorable]] κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυγγνώστως]] = [[en forma imperdonable]] Phld.<i>Mort</i>.20, Thdr.Heracl.<i>Fr.Is</i>.M.18.1321D. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύγγνωστος''': -ον, ὁ μὴ [[ἄξιος]] συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ. | |lstext='''ἀσύγγνωστος''': -ον, ὁ μὴ [[ἄξιος]] συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγγνωστος]], -ον) [[συγγνωστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ασύγγνωστη [[πλάνη]]» — [[αδίκημα]] το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από [[αμέλεια]] αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[άξιος]] συγγνώμης, ο [[ασυγχώρητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγγνώμων]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγγνωστος]], -ον) [[συγγνωστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ασύγγνωστη [[πλάνη]]» — [[αδίκημα]] το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από [[αμέλεια]] αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[άξιος]] συγγνώμης, ο [[ασυγχώρητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγγνώμων]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἀσυγγνώμων (not pardoning, merciless, relentless), Jul.Ep.184. II unpardonable, Gal.1.13, Phalar. Ep.6, Him.Ecl.5.10, Lib.Or.59.144. Adv. ἀσυγγνώστως Phld.Mort.20.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene disculpa, imperdonable τὸ κακόν Gal.Adhort.7, ἀδοξία Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.Or.59.144
•subst. τὰ ἀσύγγνωστα cosas imperdonables Phalar.Ep.6.
2 que no perdona ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.Ep.184.416c, δικασταί Chrys.Sac.3.14.13
•inexorable κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.
II adv. ἀσυγγνώστως = en forma imperdonable Phld.Mort.20, Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1321D.
German (Pape)
[Seite 379] unverzeihlich, Sp., nach Hesych. auch = nicht verzeihend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγγνωστος: -ον, ὁ μὴ ἄξιος συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύγγνωστος, -ον) συγγνωστός
νεοελλ.
φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» — αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος
2. ο ασυγγνώμων.