ἐνυπόκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)nupo/keimai | |Beta Code=e)nupo/keimai | ||
|Definition=[[subsist in]], <b class="b3">ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές</b> Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>11p.438M.</span> | |Definition=[[subsist in]], <b class="b3">ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές</b> Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>11p.438M.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[subyacer]], [[estar en la base]] o [[ser el fundamento]] gener. c. dat. ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανές Aristombrotus <i>Pyth.Hell</i>.54, τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινται Sophon.<i>in de An</i>.72.31, cf. Hierocl.<i>in CA</i> 11.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνυπόκειμαι''': [[ὑπόκειμαι]] ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807. | |lstext='''ἐνυπόκειμαι''': [[ὑπόκειμαι]] ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνυπόκειμαι]] (Α)<br />[[ενυπάρχω]], [[υπόκειμαι]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐνυπόκειμαι]] (Α)<br />[[ενυπάρχω]], [[υπόκειμαι]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 1 October 2022
English (LSJ)
subsist in, ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. Hierocl.in CA11p.438M.
Spanish (DGE)
subyacer, estar en la base o ser el fundamento gener. c. dat. ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανές Aristombrotus Pyth.Hell.54, τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινται Sophon.in de An.72.31, cf. Hierocl.in CA 11.4.
German (Pape)
[Seite 860] (s. κεῖμαι), darin, dabei zu Grunde liegen, Hierocl. Stob. fl. app. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπόκειμαι: ὑπόκειμαι ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807.
Greek Monolingual
ἐνυπόκειμαι (Α)
ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι.