ἐξαιθριάζω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)caiqria/zw
|Beta Code=e)caiqria/zw
|Definition=[[expose to sun and air]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>35</span>, Dsc.5.16, Apollon. ap.Gal.12.478:—Pass., <span class="title">Com.Adesp.</span> in PLond.ined.2294 (iii/ii B. C.).
|Definition=[[expose to sun and air]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>35</span>, Dsc.5.16, Apollon. ap.Gal.12.478:—Pass., <span class="title">Com.Adesp.</span> in PLond.ined.2294 (iii/ii B. C.).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dejar]], [[exponer al aire libre]], [[al sereno]] medic., farm. λευκῶν ἰσχάδων χοίνικα ἑψήσας ... ἐξαιθριάσαι Hp.<i>Int</i>.35, cf. <i>Nat.Mul</i>.15, περιθεὶς ὀθόνιον ἐξαιθρίαζε Dsc.5.16, cf. 2.30, 134, ὕδωρ Gal.17(2).158, ἐξαιθριάσας, τουτέστι διαψύξας <i>Gp</i>.4.15.13, ἐξαιθρίαζε ἡμέρας γ̅ <i>Hippiatr.Lugd</i>.152, cf. Orib.5.4.2, en v. pas. ἐξ οἵων (διαχωρημάτων) δὴ καὶ ἐξαιθριαζομένων Hp.<i>Epid</i>.2.3.1, cf. <i>Com.Adesp</i>.1056.20, δίδοται δὲ πᾶν ἐξαιθριασθέν Dsc.2.49.2, para conseguir agua fresca (ὕδωρ) ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις Protagorid.3, de metales en alquimia, Anon.Alch.28.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαιθριάζω''': ἐκθέτω εἰς τὸν καθαρὸν καὶ ψυχρὸν ἀέρα τῆς νυκτὸς ἢ [[ἁπλῶς]] ἀφίνω ἐν ὑπαίθρῳ, Ἱππ. 551. 44, Διοσκ. 5. 24˙ ἐπὶ ὕδατος [[ὅπως]] καταστῇ ψυχρόν, ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις ἐπὶ τῶν μετεωροτάτων μερῶν τῆς οἰκήσεως Ἀθήν. 124Ε˙ τὸ [[ὕδωρ]] οὐδὲν [[ἀποδεῖ]] χιόνος ἐξαιθριασθὲν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 7.
|lstext='''ἐξαιθριάζω''': ἐκθέτω εἰς τὸν καθαρὸν καὶ ψυχρὸν ἀέρα τῆς νυκτὸς ἢ [[ἁπλῶς]] ἀφίνω ἐν ὑπαίθρῳ, Ἱππ. 551. 44, Διοσκ. 5. 24˙ ἐπὶ ὕδατος [[ὅπως]] καταστῇ ψυχρόν, ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις ἐπὶ τῶν μετεωροτάτων μερῶν τῆς οἰκήσεως Ἀθήν. 124Ε˙ τὸ [[ὕδωρ]] οὐδὲν [[ἀποδεῖ]] χιόνος ἐξαιθριασθὲν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dejar]], [[exponer al aire libre]], [[al sereno]] medic., farm. λευκῶν ἰσχάδων χοίνικα ἑψήσας ... ἐξαιθριάσαι Hp.<i>Int</i>.35, cf. <i>Nat.Mul</i>.15, περιθεὶς ὀθόνιον ἐξαιθρίαζε Dsc.5.16, cf. 2.30, 134, ὕδωρ Gal.17(2).158, ἐξαιθριάσας, τουτέστι διαψύξας <i>Gp</i>.4.15.13, ἐξαιθρίαζε ἡμέρας γ̅ <i>Hippiatr.Lugd</i>.152, cf. Orib.5.4.2, en v. pas. ἐξ οἵων (διαχωρημάτων) δὴ καὶ ἐξαιθριαζομένων Hp.<i>Epid</i>.2.3.1, cf. <i>Com.Adesp</i>.1056.20, δίδοται δὲ πᾶν ἐξαιθριασθέν Dsc.2.49.2, para conseguir agua fresca (ὕδωρ) ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις Protagorid.3, de metales en alquimia, Anon.Alch.28.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐξαιθριάζω]]) [[αιθριάζω]]<br />(για [[νερό]]) [[εκθέτω]] στον δροσερό, νυχτερινό αέρα για να κρυώσει («τὴν γὰρ ἡμέραν ἀνηλιάζοντες αὐτὸ τῆς νυκτός... τὸ λοιπὸν ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις»).
|mltxt=(Α [[ἐξαιθριάζω]]) [[αιθριάζω]]<br />(για [[νερό]]) [[εκθέτω]] στον δροσερό, νυχτερινό αέρα για να κρυώσει («τὴν γὰρ ἡμέραν ἀνηλιάζοντες αὐτὸ τῆς νυκτός... τὸ λοιπὸν ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις»).
}}
}}

Revision as of 16:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιθριάζω Medium diacritics: ἐξαιθριάζω Low diacritics: εξαιθριάζω Capitals: ΕΞΑΙΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: exaithriázō Transliteration B: exaithriazō Transliteration C: eksaithriazo Beta Code: e)caiqria/zw

English (LSJ)

expose to sun and air, Hp.Int.35, Dsc.5.16, Apollon. ap.Gal.12.478:—Pass., Com.Adesp. in PLond.ined.2294 (iii/ii B. C.).

Spanish (DGE)

dejar, exponer al aire libre, al sereno medic., farm. λευκῶν ἰσχάδων χοίνικα ἑψήσας ... ἐξαιθριάσαι Hp.Int.35, cf. Nat.Mul.15, περιθεὶς ὀθόνιον ἐξαιθρίαζε Dsc.5.16, cf. 2.30, 134, ὕδωρ Gal.17(2).158, ἐξαιθριάσας, τουτέστι διαψύξας Gp.4.15.13, ἐξαιθρίαζε ἡμέρας γ̅ Hippiatr.Lugd.152, cf. Orib.5.4.2, en v. pas. ἐξ οἵων (διαχωρημάτων) δὴ καὶ ἐξαιθριαζομένων Hp.Epid.2.3.1, cf. Com.Adesp.1056.20, δίδοται δὲ πᾶν ἐξαιθριασθέν Dsc.2.49.2, para conseguir agua fresca (ὕδωρ) ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις Protagorid.3, de metales en alquimia, Anon.Alch.28.8.

German (Pape)

[Seite 863] der freien Luft aussetzen, lüften, Hippocr. u. Sp.; οἶνον, bei Ath. III, 124 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν καθαρὸν καὶ ψυχρὸν ἀέρα τῆς νυκτὸς ἢ ἁπλῶς ἀφίνω ἐν ὑπαίθρῳ, Ἱππ. 551. 44, Διοσκ. 5. 24˙ ἐπὶ ὕδατος ὅπως καταστῇ ψυχρόν, ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις ἐπὶ τῶν μετεωροτάτων μερῶν τῆς οἰκήσεως Ἀθήν. 124Ε˙ τὸ ὕδωρ οὐδὲν ἀποδεῖ χιόνος ἐξαιθριασθὲν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 7.

Greek Monolingual

ἐξαιθριάζω) αιθριάζω
(για νερό) εκθέτω στον δροσερό, νυχτερινό αέρα για να κρυώσει («τὴν γὰρ ἡμέραν ἀνηλιάζοντες αὐτὸ τῆς νυκτός... τὸ λοιπὸν ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις»).