κάναστρον: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] τό, = [[κάνεον]], von Rohr geflochtener Korb, VLL., die es auch τρυβλίον erkl.; irdenes Gefäß, Schüssel, Hom. ep. 14, 3, wo Wolf κανάστρα betont; nach Poll. 10, 85 φελλώδεις τινὲς πινακίσκοι. Auch [[κάνυστρον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] τό, = [[κάνεον]], von Rohr geflochtener Korb, VLL., die es auch τρυβλίον erkl.; irdenes Gefäß, Schüssel, Hom. ep. 14, 3, wo Wolf κανάστρα betont; nach Poll. 10, 85 φελλώδεις τινὲς πινακίσκοι. Auch [[κάνυστρον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase en forme de corbeille.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάναστρον''': τό, (κάνη) = [[κάνεον]], [[κάνιστρον]], Λατ. canistrum, «[[κάνιστρον]].. κανοῦν» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[κάνυστρον]] «ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις (τοῦ Εὐπόλιδος) οὐ [[κάναστρον]] μόνον, ἀλλὰ καὶ [[κάνυστρον]] εὑρίσκομεν» Πολυδ. Ι΄, 85· καὶ κάναυστρον Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Dittenb. 44, 10· [[προσέτι]] [[κάνιστρον]] ἐν τῷ ᾄσματι τῆς χελιδόνος παρὰ τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 883. ΙΙ. πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[πινάκιον]], ἀλλαχοῦ [[τρύβλιον]], κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 14. 3 (Wolf παροξυτ. κανάστρα), Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 2.
|lstext='''κάναστρον''': τό, (κάνη) = [[κάνεον]], [[κάνιστρον]], Λατ. canistrum, «[[κάνιστρον]].. κανοῦν» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[κάνυστρον]] «ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις (τοῦ Εὐπόλιδος) οὐ [[κάναστρον]] μόνον, ἀλλὰ καὶ [[κάνυστρον]] εὑρίσκομεν» Πολυδ. Ι΄, 85· καὶ κάναυστρον Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Dittenb. 44, 10· [[προσέτι]] [[κάνιστρον]] ἐν τῷ ᾄσματι τῆς χελιδόνος παρὰ τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 883. ΙΙ. πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[πινάκιον]], ἀλλαχοῦ [[τρύβλιον]], κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 14. 3 (Wolf παροξυτ. κανάστρα), Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase en forme de corbeille.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάναστρον Medium diacritics: κάναστρον Low diacritics: κάναστρον Capitals: ΚΑΝΑΣΤΡΟΝ
Transliteration A: kánastron Transliteration B: kanastron Transliteration C: kanastron Beta Code: ka/nastron

English (LSJ)

[κᾰ], τό, A = κάνεον, wicker basket, GDI5087.9 (Crete), dub. in Supp.Epigr.1.414 (Crete), cf. Hsch.: καναῦστρον, IG12.330.11 (cited as κάναστρον and κάνυστρον by Poll.10.86), cf. Carm.Pop. 41.9; κάνιστρον (?), PLond.5.1657.9 (iv/v A.D.). II earthen vessel, dish, = τρύβλιον, Hom.Epigr.14.3, Nicopho 24.

German (Pape)

[Seite 1319] τό, = κάνεον, von Rohr geflochtener Korb, VLL., die es auch τρυβλίον erkl.; irdenes Gefäß, Schüssel, Hom. ep. 14, 3, wo Wolf κανάστρα betont; nach Poll. 10, 85 φελλώδεις τινὲς πινακίσκοι. Auch κάνυστρον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase en forme de corbeille.
Étymologie: κάνης.

Greek (Liddell-Scott)

κάναστρον: τό, (κάνη) = κάνεον, κάνιστρον, Λατ. canistrum, «κάνιστρον.. κανοῦν» Ἡσύχ.· ὡσαύτως κάνυστρον «ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις (τοῦ Εὐπόλιδος) οὐ κάναστρον μόνον, ἀλλὰ καὶ κάνυστρον εὑρίσκομεν» Πολυδ. Ι΄, 85· καὶ κάναυστρον Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Dittenb. 44, 10· προσέτι κάνιστρον ἐν τῷ ᾄσματι τῆς χελιδόνος παρὰ τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 883. ΙΙ. πήλινον ἀγγεῖον, πινάκιον, ἀλλαχοῦ τρύβλιον, κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 14. 3 (Wolf παροξυτ. κανάστρα), Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Greek Monolingual

κάναστρον, τὸ (Α)
βλ. κάνιστρο.

Greek Monotonic

κάναστρον: τό, = κάνεον, πήλινο αγγείο, σε Επιγράμμ. Ομήρ.

Russian (Dvoretsky)

κάναστρον: τό сосуд в форме, корзины Hom.

Middle Liddell

κάναστρον, ου, τό, = κάνεον,]
a dish, epic, Hom.