εὐσκευέω: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)skeue/w
|Beta Code=eu)skeue/w
|Definition=to [[be well equipped]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>823</span>.
|Definition=to [[be well equipped]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>823</span>.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être bien équipé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσκευέω''': (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι [[καλῶς]] παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «[[καλῶς]] παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ [[Αἴας]] πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
|lstext='''εὐσκευέω''': (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι [[καλῶς]] παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «[[καλῶς]] παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ [[Αἴας]] πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être bien équipé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσκευέω Medium diacritics: εὐσκευέω Low diacritics: ευσκευέω Capitals: ΕΥΣΚΕΥΕΩ
Transliteration A: euskeuéō Transliteration B: euskeueō Transliteration C: efskeveo Beta Code: eu)skeue/w

English (LSJ)

to be well equipped, S.Aj.823.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.

Greek Monotonic

εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσκευέω: быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.

Middle Liddell

εὐσκευέω, [as if from εὔσκευος
to be well equipt, Soph.