εὐτερπής: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)terph/s
|Beta Code=eu)terph/s
|Definition=ές, [[delightful]], [[charming]], [[ἄνθος]], [[φωνή]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.105</span>, <span class="title">AP</span>9.364 (Nestor).
|Definition=ές, [[delightful]], [[charming]], [[ἄνθος]], [[φωνή]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.105</span>, <span class="title">AP</span>9.364 (Nestor).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait réjouissant, charmant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέρπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτερπής''': -ές, [[τερπνός]], [[εὐάρεστος]], [[θελκτικός]], Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.
|lstext='''εὐτερπής''': -ές, [[τερπνός]], [[εὐάρεστος]], [[θελκτικός]], Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait réjouissant, charmant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέρπω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 18:29, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτερπής Medium diacritics: εὐτερπής Low diacritics: ευτερπής Capitals: ΕΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: euterpḗs Transliteration B: euterpēs Transliteration C: efterpis Beta Code: eu)terph/s

English (LSJ)

ές, delightful, charming, ἄνθος, φωνή, Pi.O.6.105, AP9.364 (Nestor).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait réjouissant, charmant.
Étymologie: εὖ, τέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτερπής: -ές, τερπνός, εὐάρεστος, θελκτικός, Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.

English (Slater)

εὐτερπής joyous ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος pr. (O. 6.105)

Greek Monolingual

εὐτερπής, -ές (Α)
τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. ατερπής, επιτερπής].

Greek Monotonic

εὐτερπής: -ές (τέρπω), τερπνός, θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, σε Πίνδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτερπής: прелестный, очаровательный (ὕμνων ἄνθος Pind.; φωνή Anth.).

Middle Liddell

εὐ-τερπής, ές τέρπω
delightful, Pind., Anth.