βαυκοπανοῦργος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[hipócrita]], [[remilgado]] οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται Arist.<i>EN</i> 1127<sup>b</sup>27. | |dgtxt=-ου, ὁ [[hipócrita]], [[remilgado]] οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται Arist.<i>EN</i> 1127<sup>b</sup>27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à finasser, finassier.<br />'''Étymologie:''' [[βαυκός]], [[πανοῦργος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαυκοπανοῦργος''': ὁ, «οἱ καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται καὶ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν» Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 7, 15. | |lstext='''βαυκοπανοῦργος''': ὁ, «οἱ καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται καὶ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν» Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 7, 15. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, humbug, Arist.EN1127b27.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ hipócrita, remilgado οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται Arist.EN 1127b27.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à finasser, finassier.
Étymologie: βαυκός, πανοῦργος.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκοπανοῦργος: ὁ, «οἱ καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται καὶ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν» Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 7, 15.
Greek Monotonic
βαυκοπᾰνοῦργος: ὁ, ασήμαντος ψευτοπαληκαράς, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
βαυκοπανοῦργος: ὁ βαυκός поздн. нежный, тонкий] тонкий проныра, пройдоха Arst.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαυκοπανοῦργος -ου, ὁ βαυκός: slap, πανοῦργος slappe bedrieger.