βιβλιακός: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0444.png Seite 444]] in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0444.png Seite 444]] in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />versé dans la connaissance des livres, savant.<br />'''Étymologie:''' [[βιβλίον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιβλιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, [[ἔμπειρος]], Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. | |lstext='''βιβλιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, [[ἔμπειρος]], Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A versed in books, Phld.Ir.p.90 W. (βυβλ-); ἐν ἱστορία βιβλιακώτατος Plu. Rom.12; pedantic, χαρακῖται Timo 12; ἕξις Plb.12.25h.3. 2 of a book, σελίδες AP7.594 (Jul.); in or of books, συντάξεις Chacrem. ap.Porph.Abst.4.7.
German (Pape)
[Seite 444] in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
versé dans la connaissance des livres, savant.
Étymologie: βιβλίον.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, ἔμπειρος, Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βιβλιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία
2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων
3. ο σχολαστικός.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιᾰκός:
1) книжный (σελίδες Anth.);
2) начитанный, ученый (ἐν ἱστορίᾳ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβλιακός -ή -όν βιβλίον
1. van een boek, behorend bij een boek.
2. belezen, geleerd.