γενειάζω: Difference between revisions
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] einen Bart bekommen, mannbar werden; [[ἄρτι]] γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. [[γενειάω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0482.png Seite 482]] einen Bart bekommen, mannbar werden; [[ἄρτι]] γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. [[γενειάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=commencer à avoir de la barbe.<br />'''Étymologie:''' [[γενειάς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενειάζω''': Δωρ. –άσδω, ([[γένειον]])·- προσκτῶμαι γένεια, [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. [[γενειάω]], [[γενειάσκω]]. | |lstext='''γενειάζω''': Δωρ. –άσδω, ([[γένειον]])·- προσκτῶμαι γένεια, [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. [[γενειάω]], [[γενειάσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. γενει-άσδω, (γένειον) get a beard, come to man's estate, D.H.1.76, AP12.12 (Flacc.); ἄρτι γενειάσδων Theoc.11.9, cf. CIG 3715 (Apamea Bith.): pf. γεγενείακα Philem.15.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. γενειάσδω Theoc.11.9
echar barba, ἄρτι γενειάσδων habiendo empezado hace poco a tener barba Theoc.l.c., cf. Philem.14, D.H.1.76, AP 12.12 (Stat.Flacc.), IApameia 28.1 (I/II d.C.).
German (Pape)
[Seite 482] einen Bart bekommen, mannbar werden; ἄρτι γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. γενειάω.
French (Bailly abrégé)
commencer à avoir de la barbe.
Étymologie: γενειάς.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάζω: Δωρ. –άσδω, (γένειον)·- προσκτῶμαι γένεια, φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. γενειάω, γενειάσκω.
Greek Monolingual
(AM γενειάζω)
1. αποκτώ, βγάζω γένια
2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς
δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς.
Greek Monotonic
γενειάζω: Δωρ. -άσδω = γενειάω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
γενειάζω: дор. γενειάσδω покрываться первым пушком, начинать обрастать бородой Theocr., Anth.
Middle Liddell
= γενειάω, Theocr.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενειάζω γένειον Dor. ptc. praes. γενειάσδων, baardgroei hebben. Theocr. 11.9.