δουρικμής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dourikmh/s | |Beta Code=dourikmh/s | ||
|Definition=δουρί-κτητος, δουρί-ληπτος, δουρι-μανής, δουρί-μαχος, Ion. for <b class="b3">δορι-</b>. | |Definition=δουρί-κτητος, δουρί-ληπτος, δουρι-μανής, δουρί-μαχος, Ion. for <b class="b3">δορι-</b>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δουρῐκμής) -ῆτος [[rendido por la lanza]] λαός A.<i>Ch</i>.365. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br /><i>ion. ou poét. c.</i> [[δορικανής]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κάμνω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δουρικμής''': -κτητος, -ληπτος, -μανής, μαχος, Ἰων ἀντὶ δορι-. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δουρικμής]] (-ῆτος), ο, η (Α)<br />«δουρικμῆτι λαῷ» — [[μαζί]] με το [[πλήθος]] που σκοτώθηκε στον πόλεμο (<b>Αισχ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δουρικμής:''' -[[κτητός]], -[[ληπτός]], -μανής, Ιων. αντί <i>δορι-</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 1 October 2022
English (LSJ)
δουρί-κτητος, δουρί-ληπτος, δουρι-μανής, δουρί-μαχος, Ion. for δορι-.
Spanish (DGE)
(δουρῐκμής) -ῆτος rendido por la lanza λαός A.Ch.365.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
ion. ou poét. c. δορικανής.
Étymologie: δόρυ, κάμνω.
Greek (Liddell-Scott)
δουρικμής: -κτητος, -ληπτος, -μανής, μαχος, Ἰων ἀντὶ δορι-.
Greek Monolingual
δουρικμής (-ῆτος), ο, η (Α)
«δουρικμῆτι λαῷ» — μαζί με το πλήθος που σκοτώθηκε στον πόλεμο (Αισχ.).