δορικανής

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκᾰνής Medium diacritics: δορικανής Low diacritics: δορικανής Capitals: ΔΟΡΙΚΑΝΗΣ
Transliteration A: dorikanḗs Transliteration B: dorikanēs Transliteration C: dorikanis Beta Code: dorikanh/s

English (LSJ)

δορικανές, slain by the spear, δ. μόρος A.Supp.987.

Spanish (DGE)

(δορῐκᾰνής) -ές
muerto por la lanza δορικανεῖ μόρῳ θανών muriendo de muerte causada por la lanza A.Supp.987 (cj.).

German (Pape)

[Seite 658] μόρος Aesch. Suppl. 965, der Speertod, ex em. Porson.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tué par la lance.
Étymologie: δόρυ, καίνω.

Russian (Dvoretsky)

δορικᾰνής: убитый копьем: δ. μόρος Aesch. смерть от копья.

Greek (Liddell-Scott)

δορικανής: -ές, δ. μόρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 987· οὕτω δορικμής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ἰων. δουρ-, ὁ αὐτ. Χο. 365.

Greek Monolingual

δορικανής, -ές (Α)
φρ. «δορικανεῖ μόρῳ» — χτυπημένος από δόρυ (Αισχ.).

Greek Monotonic

δορῐκᾰνής: -ές (κᾰνεῖν), αυτός που έχει σφαγιαστεί από δόρυ, που έχει σκοτωθεί στην μάχη, σε Αισχύλ.· ομοίως δορι-κμής, -ῆτος, , , Ιων. δουρ-, στον ίδ.

Middle Liddell

δορῐ-κᾰνής, ές adj n n [κᾰνεῖν]
slain by the spear, Aesch.