εὑρεσιλογία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] ἡ, richtiger [[εὑρησιλογία]], Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] ἡ, richtiger [[εὑρησιλογία]], Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />habileté à trouver des raisons <i>ou</i> des paroles, facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]], [[λόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὑρεσιλογία''': ἡ, [[ἱκανότης]] περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ [[χρῆσις]] τῶν λέξεων, [[ἱκανότης]] ἢ [[ἐμπειρία]] εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία [[εἶναι]] συχνὴ διάφ. γραφή.
|lstext='''εὑρεσιλογία''': ἡ, [[ἱκανότης]] περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ [[χρῆσις]] τῶν λέξεων, [[ἱκανότης]] ἢ [[ἐμπειρία]] εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία [[εἶναι]] συχνὴ διάφ. γραφή.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />habileté à trouver des raisons <i>ou</i> des paroles, facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]], [[λόγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρεσιλογία Medium diacritics: εὑρεσιλογία Low diacritics: ευρεσιλογία Capitals: ΕΥΡΕΣΙΛΟΓΙΑ
Transliteration A: heuresilogía Transliteration B: heuresilogia Transliteration C: evresilogia Beta Code: eu(resilogi/a

English (LSJ)

v. εὑρησιλογία.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, richtiger εὑρησιλογία, Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté à trouver des raisons ou des paroles, facilité de parole.
Étymologie: εὑρίσκω, λόγος.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσιλογία: ἡ, ἱκανότης περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ χρῆσις τῶν λέξεων, ἱκανότηςἐμπειρία εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία εἶναι συχνὴ διάφ. γραφή.

Greek Monolingual

εὐρεσιλογία, ἡ (Α)
βλ. ευρησιλογία.

Russian (Dvoretsky)

εὑρεσῐλογία:
1) бойкость речи, словесная изворотливость Polyb., Diod.;
2) хитросплетение, игра словами Plut.