Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλίπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au beau voile, au beau vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[πέπλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίπεπλος''': ὁ, ἡ, ὁ φορῶν καλοὺς πέπλους, φορῶν καλὰ ἐνδύματα, ἐπὶ γυναικῶν, Πινδ. Π. 3. 43, Εὐρ. Τρῳ. 339.
|lstext='''καλλίπεπλος''': ὁ, ἡ, ὁ φορῶν καλοὺς πέπλους, φορῶν καλὰ ἐνδύματα, ἐπὶ γυναικῶν, Πινδ. Π. 3. 43, Εὐρ. Τρῳ. 339.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au beau voile, au beau vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[πέπλος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 21:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπεπλος Medium diacritics: καλλίπεπλος Low diacritics: καλλίπεπλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: kallípeplos Transliteration B: kallipeplos Transliteration C: kallipeplos Beta Code: kalli/peplos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with beautiful robe, beautifully clad, of women, Pi.P.3.25, E.Tr. 338(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau voile, au beau vêtement.
Étymologie: καλός, πέπλος.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν καλοὺς πέπλους, φορῶν καλὰ ἐνδύματα, ἐπὶ γυναικῶν, Πινδ. Π. 3. 43, Εὐρ. Τρῳ. 339.

English (Slater)

καλλῐπεπλος, -ον
 nbsp;  1 with lovely robe καλλιπέπλου Κορωνίδος (P. 3.25)

Greek Monolingual

ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ)
αυτή που φορά ωραία πέπλα
αρχ.
αυτή που φορά ωραία ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαόπεπλος, μακρόπεπλος].

Greek Monotonic

καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, αυτός που φοράει καλά ρούχα, όμορφα ενδύματα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπεπλος: в прекрасном одеянии, красиво одетый (Κορωνίς Pind.; Φρυγῶν κόραι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπεπλος -ον [καλός, πέπλος] met mooie peplos.

Middle Liddell

καλλί-πεπλος, ὁ, ἡ,
with beautiful robe, Pind., Eur.