μισόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hait les gens de bien;<br /><i>Sp.</i> μισοχρηστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[χρηστός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσόχρηστος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
|lstext='''μῑσόχρηστος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hait les gens de bien;<br /><i>Sp.</i> μισοχρηστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[χρηστός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:18, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόχρηστος Medium diacritics: μισόχρηστος Low diacritics: μισόχρηστος Capitals: ΜΙΣΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: misóchrēstos Transliteration B: misochrēstos Transliteration C: misochristos Beta Code: miso/xrhstos

English (LSJ)

ον, hating the better sort, opp. μισόδημος, X.HG2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.Piet.p.93 G.

German (Pape)

[Seite 192] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les gens de bien;
Sp. μισοχρηστότατος.
Étymologie: μισέω, χρηστός.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόχρηστος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.

Greek Monolingual

μισόχρηστος, -ον (Α)
1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον
μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρηστός (πρβλ. φιλό-χρηστος)].

Greek Monotonic

μῑσόχρηστος: -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόχρηστος: ненавидящий порядочных людей Xen.

Middle Liddell

μῑσό-χρηστος, ον
hating the better sort, Xen.