κηρυκικός: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] den Herold betreffend, des Herolds; φῦλον Plat. Polit. 260 d; [[γένος]] Poll. 7, 209; ἡ κηρυκική, das Heroldsamt, Plat. a. a. O. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] den Herold betreffend, des Herolds; φῦλον Plat. Polit. 260 d; [[γένος]] Poll. 7, 209; ἡ κηρυκική, das Heroldsamt, Plat. a. a. O. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική ([[τέχνη]]) charge de héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κῆρυξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρυκικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, [[φῦλον]], [[ἔθνος]] Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) [[αὐτόθι]] 260Ε. | |lstext='''κηρυκικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, [[φῦλον]], [[ἔθνος]] Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) [[αὐτόθι]] 260Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of heralds, φῦλον, ἔθνος, Pl.Plt.260d, 290b: ἡ κηρυκική (sc. τέχνη) ib.260e.
German (Pape)
[Seite 1434] den Herold betreffend, des Herolds; φῦλον Plat. Polit. 260 d; γένος Poll. 7, 209; ἡ κηρυκική, das Heroldsamt, Plat. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική (τέχνη) charge de héraut.
Étymologie: κῆρυξ.
Greek (Liddell-Scott)
κηρυκικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, φῦλον, ἔθνος Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. τέχνη) αὐτόθι 260Ε.
Greek Monolingual
κηρυκικός, -ή, -όν (Α) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκική
η τέχνη του κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κηρῡκικός: -ή, -όν (κῆρυξ), αυτός που χαρακτηρίζει τον κήρυκα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κηρῡκικός: глашатайский: τὸ κηρυκικὸν φῦλον или ἔθνος Plat. глашатаи.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρυκικός -ή -όν [κῆρυξ] herauten-, van een heraut; subst. ἡ κηρυκική ( sc. τέχνη) beroep van heraut.
Middle Liddell
κηρῡκικός, ή, όν κῆρυξ
of heralds, Plat.