μεγαλοφρονέω: Difference between revisions
ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0108.png Seite 108]] groß gesinnt sein, hohen Sinn haben, gew. tadelnd, [[stolz]], übermüthig sein; ἐφ' ἑαυτῷ, Xen. Hell. 6, 2, 39; Pol. 35, 3, 4; τινί, D. Hal. 8, 83; Luc. bis accus. 28 u. a. Sp. Auch med., οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ [[ταῦτα]] ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι, Plat. Rep. VII, 528 b; Sp., wie D. Cass. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0108.png Seite 108]] groß gesinnt sein, hohen Sinn haben, gew. tadelnd, [[stolz]], übermüthig sein; ἐφ' ἑαυτῷ, Xen. Hell. 6, 2, 39; Pol. 35, 3, 4; τινί, D. Hal. 8, 83; Luc. bis accus. 28 u. a. Sp. Auch med., οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ [[ταῦτα]] ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι, Plat. Rep. VII, 528 b; Sp., wie D. Cass. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être fier, orgueilleux, s'enorgueillir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεγαλοφρονέομαι]], [[μεγαλοφρονοῦμαι]] être arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλόφρων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοφρονέω''': φρονῶ μεγάλα, μεγαλοφρονοῦντος (νῦν μέγα φρονοῦντος) ἐφ᾿ ἑαυτῷ, ἔχοντος μεγάλην πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39· τινὶ Διον. Ἁλ. 8. 83. ― Μέσ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερηφανεύομαι]], Πλάτ. Πολ. 528Β. | |lstext='''μεγᾰλοφρονέω''': φρονῶ μεγάλα, μεγαλοφρονοῦντος (νῦν μέγα φρονοῦντος) ἐφ᾿ ἑαυτῷ, ἔχοντος μεγάλην πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39· τινὶ Διον. Ἁλ. 8. 83. ― Μέσ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερηφανεύομαι]], Πλάτ. Πολ. 528Β. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:43, 1 October 2022
English (LSJ)
A to be high-minded, μ. ἐφ' ἑαυτῷ to be confident in oneself, X.HG 6.2.39; πρὸς τὰς ἀνάγκας LXX 4 Ma.6.24; to be generous, D.C.43.21, al.:—Med., display high spirit, περὶ τῆς ἡγεμονίας J.AJ19.3.1. II in bad sense, to be arrogant, Plu.Dio40, al.:—in Med., Pl.R.528c; ἐπί τινι D.C.43.14; τινι Philostr.VA8.5; πρός τινα… ὡς… ib.1.39.
German (Pape)
[Seite 108] groß gesinnt sein, hohen Sinn haben, gew. tadelnd, stolz, übermüthig sein; ἐφ' ἑαυτῷ, Xen. Hell. 6, 2, 39; Pol. 35, 3, 4; τινί, D. Hal. 8, 83; Luc. bis accus. 28 u. a. Sp. Auch med., οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ ταῦτα ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι, Plat. Rep. VII, 528 b; Sp., wie D. Cass.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être fier, orgueilleux, s'enorgueillir;
Moy. μεγαλοφρονέομαι, μεγαλοφρονοῦμαι être arrogant.
Étymologie: μεγαλόφρων.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοφρονέω: φρονῶ μεγάλα, μεγαλοφρονοῦντος (νῦν μέγα φρονοῦντος) ἐφ᾿ ἑαυτῷ, ἔχοντος μεγάλην πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39· τινὶ Διον. Ἁλ. 8. 83. ― Μέσ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανεύομαι, Πλάτ. Πολ. 528Β.
Greek Monotonic
μεγᾰλοφρονέω: έχω ευγενές φρόνημα, μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ, έχω αυτοπεποίθηση, σε Ξεν. — Μέσ., με αρνητική σημασία, είμαι αλαζόνας, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοφρονέω: (тж. μ. ἐφ᾽ ἑαυτῷ Xen.) быть высокомерным, гордым Polyb., Plut.: μεγαλοφρονούμενος Plat. из высокомерия.
Middle Liddell
μεγᾰλοφρονέω,
to be high-minded, μ. ἐφ' ἑαυτῷ to be confident in oneself, Xen.:—Mid., in bad sense, to be arrogant, Plat. [from μεγαλόφρων