πάγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] = Vorigem; [[ἀσπίς]], Aesch. Spt. 573; [[γένυς]], Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] = Vorigem; [[ἀσπίς]], Aesch. Spt. 573; [[γένυς]], Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγχαλκος''': -ον, = τῷ [[παγχάλκεος]], [[κυνέη]] Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· [[αἰχμή]], ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
|lstext='''πάγχαλκος''': -ον, = τῷ [[παγχάλκεος]], [[κυνέη]] Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· [[αἰχμή]], ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:44, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχαλκος Medium diacritics: πάγχαλκος Low diacritics: πάγχαλκος Capitals: ΠΑΓΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: pánchalkos Transliteration B: panchalkos Transliteration C: pagchalkos Beta Code: pa/gxalkos

English (LSJ)

ον, = παγχάλκεος, κυνέη Od.18.378; ἀσπίς A.Th.591; γένυες S.El. 195 (lyr.); π. τέλη, of arms to be dedicated to Zeus, Id.Ant.143 (anap.); αἰχμή, ὅπλα, E.Heracl.276, Or.444.

German (Pape)

[Seite 436] = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχαλκος: -ον, = τῷ παγχάλκεος, κυνέη Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· αἰχμή, ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.

Greek Monolingual

πάγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος
2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» — χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χαλκός.

Greek Monotonic

πάγχαλκος: -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

πάγχαλκος: Hom., Trag. = παγχάλκεος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχαλκος -ον [πᾶς, χαλκός] geheel van brons.