καταβόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] lockig; [[νεανίας]] Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] lockig; [[νεανίας]] Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux boucles pendantes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βόστρυχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβόστρῠχος''': -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», [[νεανίας]] Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.
|lstext='''καταβόστρῠχος''': -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», [[νεανίας]] Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux boucles pendantes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βόστρυχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:48, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβόστρῠχος Medium diacritics: καταβόστρυχος Low diacritics: καταβόστρυχος Capitals: ΚΑΤΑΒΟΣΤΡΥΧΟΣ
Transliteration A: katabóstrychos Transliteration B: katabostrychos Transliteration C: katavostrychos Beta Code: katabo/struxos

English (LSJ)

ον, with flowing locks, νεανίας E.Ph.146 (lyr.), cf. Aristaenet.2.19, Hld.7.10.

German (Pape)

[Seite 1340] lockig; νεανίας Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles pendantes.
Étymologie: κατά, βόστρυχος.

Greek (Liddell-Scott)

καταβόστρῠχος: -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», νεανίας Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.

Greek Monolingual

καταβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικοβόστρυχος, χρυσοβόστρυχος].

Greek Monotonic

καταβόστρῡχος: -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταβόστρῠχος: с длинными кудрями, кудрявый (νεανίας Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβόστρυχος -ον [κατά, βόστρυχος] met lange krullen.

Middle Liddell

κατα-βόστρῡχος, ον
with flowing locks, Eur.