νιφετώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nifetw/dhs
|Beta Code=nifetw/dhs
|Definition=ες, [[snowy]], [ἄνεμος] <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>364b21</span>; [[ἡμέρα]], [[νύξ]], <span class="bibl">Plb.3.72.3</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>10</span>; ἀέρες <span class="bibl">Str.4.5.2</span>.
|Definition=ες, [[snowy]], [ἄνεμος] <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>364b21</span>; [[ἡμέρα]], [[νύξ]], <span class="bibl">Plb.3.72.3</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>10</span>; ἀέρες <span class="bibl">Str.4.5.2</span>.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />neigeux.<br />'''Étymologie:''' [[νιφετός]], -ώδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῐφετώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς νιφετόν, [[χιονώδης]], «χιονιᾶς», [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.
|lstext='''νῐφετώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς νιφετόν, [[χιονώδης]], «χιονιᾶς», [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />neigeux.<br />'''Étymologie:''' [[νιφετός]], -ώδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:52, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφετώδης Medium diacritics: νιφετώδης Low diacritics: νιφετώδης Capitals: ΝΙΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: niphetṓdēs Transliteration B: niphetōdēs Transliteration C: nifetodis Beta Code: nifetw/dhs

English (LSJ)

ες, snowy, [ἄνεμος] Arist. Mete.364b21; ἡμέρα, νύξ, Plb.3.72.3, Plu.Crass.10; ἀέρες Str.4.5.2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
neigeux.
Étymologie: νιφετός, -ώδης.

Greek (Liddell-Scott)

νῐφετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νιφετόν, χιονώδης, «χιονιᾶς», ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.

Greek Monolingual

νιφετώδης, -ῶδες (Α) νιφετός
αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾶλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.).

Greek Monotonic

νῐφετώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με χιόνι ή χιονοθύελλα, χιονώδης, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νῐφετώδης: снежный, со снегом (ἄνεμος Arst.; ἡμέρα Polyb.; νύξ Plut.).

Middle Liddell

νῐφετ-ώδης, ες εἶδος
like snow, snowy, Polyb.