λυρογηθής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=luroghqh/s | |Beta Code=luroghqh/s | ||
|Definition=ές, [[delighting in the lyre]], AP9.525.12, <span class="title">An.Par.</span>4.350. | |Definition=ές, [[delighting in the lyre]], AP9.525.12, <span class="title">An.Par.</span>4.350. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui aime la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[λύρα]], γηθάω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠρογηθής''': -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350. | |lstext='''λῠρογηθής''': -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, delighting in the lyre, AP9.525.12, An.Par.4.350.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime la lyre.
Étymologie: λύρα, γηθάω.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρογηθής: -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.
Greek Monolingual
λυρογηθής, -ές (Α)
αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνογηθής, χθονογηθής].
Greek Monotonic
λῠρογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που χαίρεται, που τέρπεται από το παίξιμο της λύρας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠρογηθής: наслаждающийся лирой (Ἀπόλλων Anth.).