καταβιόω: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] (s. [[βιόω]]), verleben, das Leben hinbringen; τὸ [[ἡδέως]] καταβιῶναι τὸν βίον [[ἄνευ]] λυπῶν Plat. Prot. 355 a, öfter; Sp., περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε Plut. Dem. 24; ἐν τοῖς οἰκείοις καταβιῶναι Hdn. 1, 15, 8. Bei Luc. Ver. H. 1, 12 ist καταβιώσεσθε richtige Lesart für καταβιώσετε. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] (s. [[βιόω]]), verleben, das Leben hinbringen; τὸ [[ἡδέως]] καταβιῶναι τὸν βίον [[ἄνευ]] λυπῶν Plat. Prot. 355 a, öfter; Sp., περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε Plut. Dem. 24; ἐν τοῖς οἰκείοις καταβιῶναι Hdn. 1, 15, 8. Bei Luc. Ver. H. 1, 12 ist καταβιώσεσθε richtige Lesart für καταβιώσετε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταβιώσομαι, <i>ao.</i> κατεβίωσα, <i>ao.2</i> κατεβίων;<br />vivre jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβιόω''': μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., [[ὡσαύτως]] κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ [[ἡδέως]] καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. | |lstext='''καταβιόω''': μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., [[ὡσαύτως]] κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ [[ἡδέως]] καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:56, 1 October 2022
English (LSJ)
aor. A κατεβίων Pl.Prt.355a, later κατεβίωσα Plb.12.28.6, Plu.Dem.24:—pass one's life, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Pl. l. c., cf. R.578c, Ph.1.627: c. part., κ. ξενιτεύων, σοφιστεύων, Plb.l.c., Plu. l.c.; κ. διώξαντες ἕτερον ἢ καὶ φυγόντες ὑφ' ἑτέρου Phld.Rh.2.166 S.; κ. γεωργοῦντες Str.13.4.10. 2 bring one's life to an end, die, λέγεται ἄρτιος καταβιῶναι καὶ τὰς αἰσθήσεις ἡβῶν Philostr.VS1.9.3.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βιόω), verleben, das Leben hinbringen; τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον ἄνευ λυπῶν Plat. Prot. 355 a, öfter; Sp., περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε Plut. Dem. 24; ἐν τοῖς οἰκείοις καταβιῶναι Hdn. 1, 15, 8. Bei Luc. Ver. H. 1, 12 ist καταβιώσεσθε richtige Lesart für καταβιώσετε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. καταβιώσομαι, ao. κατεβίωσα, ao.2 κατεβίων;
vivre jusqu’au bout.
Étymologie: κατά, βιόω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιόω: μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., ὡσαύτως κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
Greek Monotonic
καταβιόω: μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ κατεβίων, μεταγεν. αόρ. αʹ -εβίωσα· τελειώνω την ζωή μου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβιόω: (fut. καταβιώσομαι, aor. 1 κατεβίωσα, aor. 2 κατεβίων) (тж. κ. τὸν βίον Plat.)
1) проводить жизнь, жить (ἡδέως Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);
2) оканчивать свою жизнь (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. Αἰσχίνης Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβιόω [κατά, βίος] het leven doorbrengen:. τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον het aangenaam doorbrengen van het leven Plat. Prot. 355a.
Middle Liddell
fut. ώσομαι aor2 κατεβίων later aor1 -εβίωσα
to bring life to an end, Plat.