οὐδενόσωρος: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0410.png Seite 410]] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0410.png Seite 410]] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne mérite aucune attention, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδείς]], [[ὤρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐδενόσωρος''': ον (ὥρα) [[ἀνάξιος]] φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· [[ὀστέον]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π][[πίων]] δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».
|lstext='''οὐδενόσωρος''': ον (ὥρα) [[ἀνάξιος]] φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· [[ὀστέον]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π][[πίων]] δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne mérite aucune attention, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδείς]], [[ὤρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδενόσωρος Medium diacritics: οὐδενόσωρος Low diacritics: ουδενόσωρος Capitals: ΟΥΔΕΝΟΣΩΡΟΣ
Transliteration A: oudenósōros Transliteration B: oudenosōros Transliteration C: oudenosoros Beta Code: ou)deno/swros

English (LSJ)

ον, (ὤρα) worth no notice or regard, τείχεα… ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.

German (Pape)

[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne mérite aucune attention, méprisable.
Étymologie: οὐδείς, ὤρα.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδενόσωρος: ον (ὥρα) ἀνάξιος φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· ὀστέον Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· ἐντεῦθεν τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π]πίων δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».

Greek Monolingual

οὐδενόσωρος, -ον (Α)
ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, -ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].

Greek Monotonic

οὐδενόσωρος: -ον (ὤρα), αυτός που είναι ανάξιος να αναφέρεται ή να χαίρει εκτίμησης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

οὐδενόσωρος: ничтожный, не стоящий внимания (τείχεα Hom.).

Middle Liddell

οὐδενόσ-ωρος, ον, [ὤρα]
worth no notice or regard, Il.