οἰνοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=oi)noplhqh/s
|Beta Code=oi)noplhqh/s
|Definition=ές, [[abounding in wine]], Συρίη <span class="bibl">Od.15.406</span>.
|Definition=ές, [[abounding in wine]], Συρίη <span class="bibl">Od.15.406</span>.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />abondant en vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[πλῆθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοπληθής''': -ές, [[πλήρης]] οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον [[οἶνον]], Συρίη Ὀδ. Ο. 406.
|lstext='''οἰνοπληθής''': -ές, [[πλήρης]] οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον [[οἶνον]], Συρίη Ὀδ. Ο. 406.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />abondant en vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[πλῆθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπληθής Medium diacritics: οἰνοπληθής Low diacritics: οινοπληθής Capitals: ΟΙΝΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: oinoplēthḗs Transliteration B: oinoplēthēs Transliteration C: oinoplithis Beta Code: oi)noplhqh/s

English (LSJ)

ές, abounding in wine, Συρίη Od.15.406.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en vin.
Étymologie: οἶνος, πλῆθος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπληθής: -ές, πλήρης οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Συρίη Ὀδ. Ο. 406.

English (Autenrieth)

abounding in wine, Od. 15.406†.

Greek Monolingual

οἰνοπληθής, -ές (ΑΜ)
(για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής].

Greek Monotonic

οἰνοπληθής: -ές (πλήθω), άφθονος σε κρασί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπληθής: изобилующий вином (Συρίη Hom.).

Middle Liddell

οἰνο-πληθής, ές πλήθω
abounding in wine, Od.