κρήμνημι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1507.png Seite 1507]] [[hinabstürzen]], -werfen ([[κρημνός]]). [[hängen]], schweben lassen ([[κρεμάννυμι]]); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, [[herabhangen]], [[schweben]]; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1507.png Seite 1507]] [[hinabstürzen]], -werfen ([[κρημνός]]). [[hängen]], schweben lassen ([[κρεμάννυμι]]); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, [[herabhangen]], [[schweben]]; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.
}}
{{bailly
|btext=suspendre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρήμνημι''': [[κρεμάννυμι]], «[[κρεμῶ]]», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, [[κατακρήμναμαι]].
|lstext='''κρήμνημι''': [[κρεμάννυμι]], «[[κρεμῶ]]», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, [[κατακρήμναμαι]].
}}
{{bailly
|btext=suspendre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήμνημι Medium diacritics: κρήμνημι Low diacritics: κρήμνημι Capitals: ΚΡΗΜΝΗΜΙ
Transliteration A: krḗmnēmi Transliteration B: krēmnēmi Transliteration C: krimnimi Beta Code: krh/mnhmi

English (LSJ)

= κρεμάννυμι, hang, ἄγκυραν ποτὶ… ναῒ κρημνάντων Pi.P.4.25, cf.Arist.Mir. 831a8 (v.l.); κρήμνη (imper.) σεαυτὴν ἐκ… ἀντηρίδος E.Fr.1111 ( = Eup.455); crucify, τούσδε ἐκρήμνη (impf.) App.Mith.97:—Pass., κρήμναμαι hang, be suspended, E.El.1217 (lyr., κριμν-), App.BC1.71; float in air, ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν A.Th.229 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1507] hinabstürzen, -werfen (κρημνός). hängen, schweben lassen (κρεμάννυμι); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, herabhangen, schweben; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.

French (Bailly abrégé)

suspendre.
Étymologie: cf. κρεμάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κρήμνημι: κρεμάννυμι, «κρεμῶ», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, κατακρήμναμαι.

Greek Monolingual

κρήμνημι (Α)
βλ. κρίμνημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρεμώ].

Russian (Dvoretsky)

κρήμνημι: (только praes. и impf.) свешивать вниз, опускать (ἄγκυραν Pind.). - см. тж. κρήμναμαι 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρήμνημι en κρημνάω zie κρίμνημι.

Middle Liddell

= κρεμάννυμι, Pind.]
Pass. κρήμναμαι, to hang, be suspended, Eur.: to float in air, Aesch.