κλυτόδενδρος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1457.png Seite 1457]] durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1457.png Seite 1457]] durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />renommé pour ses beaux arbres.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[δένδρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῠτόδενδρος''': -ον, [[περίφημος]] διὰ τὰ δένδρα της, Πιερίη Ἀνθ. Π. 4. 2. | |lstext='''κλῠτόδενδρος''': -ον, [[περίφημος]] διὰ τὰ δένδρα της, Πιερίη Ἀνθ. Π. 4. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:34, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, famous for trees, Πιερίη AP4.2.1 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1457] durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
renommé pour ses beaux arbres.
Étymologie: κλυτός, δένδρον.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόδενδρος: -ον, περίφημος διὰ τὰ δένδρα της, Πιερίη Ἀνθ. Π. 4. 2.
Greek Monolingual
κλυτόδενδρος, -ον (Α)
αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαόδενδρος, φιλόδενδρος].
Greek Monotonic
κλῠτόδενδρος: -ον (δένδρον), περίφημος για τα δένδρα του, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόδενδρος: славящийся (своими) деревьями (Πιερίη Anth.).