κλειτοριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] die [[κλειτορίς]] berühren, E. M. 590, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] die [[κλειτορίς]] berühren, E. M. 590, 15.
}}
{{bailly
|btext=caresser le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[κλειτορίς]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειτοριάζω''': -ίζω, ψηλαφῶ, [[ψαύω]] τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».
|lstext='''κλειτοριάζω''': -ίζω, ψηλαφῶ, [[ψαύω]] τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».
}}
{{bailly
|btext=caresser le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[κλειτορίς]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλειτοριάζω]] και [[κλειτορίζω]] (Α) [[κλειτορίς]]<br />[[ψηλαφώ]], [[πιάνω]] την [[κλειτορίδα]] («κλειτοριάζειν<br />τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. [[Σούδα]]).
|mltxt=[[κλειτοριάζω]] και [[κλειτορίζω]] (Α) [[κλειτορίς]]<br />[[ψηλαφώ]], [[πιάνω]] την [[κλειτορίδα]] («κλειτοριάζειν<br />τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. [[Σούδα]]).
}}
}}

Revision as of 22:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειτοριάζω Medium diacritics: κλειτοριάζω Low diacritics: κλειτοριάζω Capitals: ΚΛΕΙΤΟΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kleitoriázō Transliteration B: kleitoriazō Transliteration C: kleitoriazo Beta Code: kleitoria/zw

English (LSJ)

touch the κλειτορίς, Ruf.Onom.111, Hsch., Suid.:— also κλειτορ-ίζω, v.l. in Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 1448] die κλειτορίς berühren, E. M. 590, 15.

French (Bailly abrégé)

caresser le clitoris.
Étymologie: κλειτορίς².

Greek (Liddell-Scott)

κλειτοριάζω: -ίζω, ψηλαφῶ, ψαύω τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― Κατὰ Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».

Greek Monolingual

κλειτοριάζω και κλειτορίζω (Α) κλειτορίς
ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν
τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα).