λευκόϊον: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> giroflée blanche, quarantaine, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> boule-de-neige, <i>plante</i>;<br /><b>3</b> essence de giroflée blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἴον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόϊον''': τό, ἀντὶ λευκὸν ἴον, [[κυρίως]], ἀλλ’ εὕρηται ὡς [[ὄνομα]] διαφόρων φυτῶν, 1) τοῦ ἄσπρου «μενεξέ», Διοσκ. 3. 138, Θεόκρ. 7. 64, κτλ. ΙΙ. βολβώδους τινὸς φυτοῦ, Ἱππ. 570, 48, κτλ.· ἀνθεῖ δὲ [[λίαν]] ἐνωρίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1· καὶ συνεκφέρεται μετὰ τοῦ ναρκίσσου καὶ τοῦ κρίνου ἐν Ἀνθ. Π. 5. 144, 147. Πρβλ. ἴον.
|lstext='''λευκόϊον''': τό, ἀντὶ λευκὸν ἴον, [[κυρίως]], ἀλλ’ εὕρηται ὡς [[ὄνομα]] διαφόρων φυτῶν, 1) τοῦ ἄσπρου «μενεξέ», Διοσκ. 3. 138, Θεόκρ. 7. 64, κτλ. ΙΙ. βολβώδους τινὸς φυτοῦ, Ἱππ. 570, 48, κτλ.· ἀνθεῖ δὲ [[λίαν]] ἐνωρίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1· καὶ συνεκφέρεται μετὰ τοῦ ναρκίσσου καὶ τοῦ κρίνου ἐν Ἀνθ. Π. 5. 144, 147. Πρβλ. ἴον.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> giroflée blanche, quarantaine, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> boule-de-neige, <i>plante</i>;<br /><b>3</b> essence de giroflée blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἴον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόϊον Medium diacritics: λευκόϊον Low diacritics: λευκόϊον Capitals: ΛΕΥΚΟΪΟΝ
Transliteration A: leukóïon Transliteration B: leukoion Transliteration C: lefkoion Beta Code: leuko/i+on

English (LSJ)

[ῐ], τό, for λευκὸν ἴον, lit. A white-violet: I gilliflower, Matthiola incana, Theoc.7.64, Dsc.3.123, etc. II snowdrop, Galanthus nivalis, flowering very early, Thphr.HP6.8.1; joined with the narcissus and lily in AP5.143 (Mel.), 146 (Id.). III λ. τὸ μέλαν, = ἴον τὸ μέλαν, Hp.Nat.Mul. 32.

German (Pape)

[Seite 34] τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 giroflée blanche, quarantaine, plante;
2 boule-de-neige, plante;
3 essence de giroflée blanche.
Étymologie: λευκός, ἴον.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόϊον: τό, ἀντὶ λευκὸν ἴον, κυρίως, ἀλλ’ εὕρηται ὡς ὄνομα διαφόρων φυτῶν, 1) τοῦ ἄσπρου «μενεξέ», Διοσκ. 3. 138, Θεόκρ. 7. 64, κτλ. ΙΙ. βολβώδους τινὸς φυτοῦ, Ἱππ. 570, 48, κτλ.· ἀνθεῖ δὲ λίαν ἐνωρίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1· καὶ συνεκφέρεται μετὰ τοῦ ναρκίσσου καὶ τοῦ κρίνου ἐν Ἀνθ. Π. 5. 144, 147. Πρβλ. ἴον.

Greek Monotonic

λευκόϊον: [ῐ], τό, αντί λευκὸν ἴον, κυριολεκτικά, λευκή βιολέτα, αλλά χρησιμ. και για:
I. το φυτό μενεξές, άσπρος μενεξές, σε Θεόκρ., κ.λπ.
II. βολβώδες φυτό, «νιφάδα χιονιού», σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόϊον: τό левкой (Matthiola incana) Arst., Theocr., etc.