κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kuminopristokardamoglu/fos
|Beta Code=kuminopristokardamoglu/fos
|Definition=[<b class="b3">γλῠ], ον</b>, [[cummin-splitting-cressscraper]], strengthenedfor foreg., <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1357</span>.
|Definition=[<b class="b3">γλῠ], ον</b>, [[cummin-splitting-cressscraper]], strengthenedfor foreg., <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1357</span>.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />scie-cumin-râpe-cresson, <i>càd</i> avare renforcé.<br />'''Étymologie:''' [[κυμινοπρίστης]], κάρδαμος, [[γλύφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος''': -ον, ὁ πριονίζων τὸ [[κύμινον]] καὶ ξύων τὸ [[κάρδαμον]], ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ [[κυμινοπρίστης]], Ἀριστοφ. Σφ. 1357.
|lstext='''κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος''': -ον, ὁ πριονίζων τὸ [[κύμινον]] καὶ ξύων τὸ [[κάρδαμον]], ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ [[κυμινοπρίστης]], Ἀριστοφ. Σφ. 1357.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />scie-cumin-râpe-cresson, <i>càd</i> avare renforcé.<br />'''Étymologie:''' [[κυμινοπρίστης]], κάρδαμος, [[γλύφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:49, 1 October 2022

English (LSJ)

[γλῠ], ον, cummin-splitting-cressscraper, strengthenedfor foreg., Ar.V.1357.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.

Greek Monolingual

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, -ον (Α)
(κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω)].

Greek Monotonic

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: [ῠ], -ου (γλύφω), αυτός που πριονίζει το κύμινο και ξύνει το κάρδαμο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: (λῠ) ὁ разрезающий тмин и соскребывающий салат, т. е. сверхскряга Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).

Middle Liddell

κῠ˘μῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος, ον γλύφω
a cummin-splitting-cress-scraper, Ar.