παραβλώψ: Difference between revisions
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0472.png Seite 472]] ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφθαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0472.png Seite 472]] ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφθαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />qui regarde de travers, louche.<br />'''Étymologie:''' [[παραβλέπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραβλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους [[αὐτοῦ]] ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ [[παραβλέπω]], ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ [[κλέπτω]]). | |lstext='''παραβλώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους [[αὐτοῦ]] ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ [[παραβλέπω]], ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ [[κλέπτω]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 07:48, 2 October 2022
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, A looking askance, squinting, παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503, AP11.361 (Autom.); π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7; of a person, Ael.Fr.325; also π. Λιταί Corn.ND12. 2 blind, PLond. 1821.265. (From παραβλέπω, as κλώψ from κλέπτω.)
German (Pape)
[Seite 472] ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφθαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
qui regarde de travers, louche.
Étymologie: παραβλέπω.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους αὐτοῦ ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ παραβλέπω, ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ κλέπτω).
English (Autenrieth)
ωπος (παραβλέπω): looking askance, Il. 9.503†.
Greek Monotonic
παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (παραβλέπω), αυτός που κοιτάζει λοξά, αλλήθωρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παραβλώψ: ῶπος adj. глядящий искоса или вбок, косящий (Λιταὶ παραβλῶπες ὀφθαλμώ Hom.; παραβλῶπες ὀφθαλμοί Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραβλώψ -ῶπος [παραβλέπω] schuin kijkend, scheel.
Middle Liddell
παραβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, παραβλέπω
looking askance, squinting, Il.