παρορμητικός: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ή, όν, antreibend, anspornend, [[πρός]] τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ή, όν, antreibend, anspornend, [[πρός]] τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρορμάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρορμητικός''': -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α. | |lstext='''παρορμητικός''': -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, stimulative, Longin.14.3; πρὸς γάμον Plu.Lyc.15; π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων, Xenocr. ap. Orib.2.58.146, Dsc.2.110; π. ῥήματα verbs denoting incitement, A.D.Synt.289.16.
German (Pape)
[Seite 527] ή, όν, antreibend, anspornend, πρός τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.
Étymologie: παρορμάω.
Greek (Liddell-Scott)
παρορμητικός: -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρορμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα του παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)
νεοελλ.
αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο της συνείδησης
αρχ.
φρ. «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν προτροπή, παρακίνηση, όπως λ.χ. ὀτρύνω, ἐρεθίζω κ.ά.
Greek Monotonic
παρορμητικός: -ή, -όν (παρορμάω), προτρεπτικός, διεγερτικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παρορμητικός: побуждающий, поощряющий (πρός τι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] aansporend.
Middle Liddell
παρορμητικός, ή, όν παρορμάω
stimulative, Plut.