περιφόρητος: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(1ba) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut porter tout autour, portatif;<br /><b>2</b> dont le nom est répandu tout autour, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφορέω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιφόρητος''': (οὐχὶ περιφορητός), [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, [[φορητός]], οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ [[δεῖπνον]] Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου [[περιβόητος]] γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ [[μέλει]] ὁ [[περιφόρητος]] Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, [[ἔνθα]] ἴδε Bergk.˙ ― [[μετὰ]] παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27. | |lstext='''περιφόρητος''': (οὐχὶ περιφορητός), [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, [[φορητός]], οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ [[δεῖπνον]] Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου [[περιβόητος]] γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ [[μέλει]] ὁ [[περιφόρητος]] Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, [[ἔνθα]] ἴδε Bergk.˙ ― [[μετὰ]] παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut porter tout autour, portatif;
2 dont le nom est répandu tout autour, célèbre.
Étymologie: περιφορέω.
Greek (Liddell-Scott)
περιφόρητος: (οὐχὶ περιφορητός), Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, φορητός, οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ δεῖπνον Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου περιβόητος γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλει ὁ περιφόρητος Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, ἔνθα ἴδε Bergk.˙ ― μετὰ παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.
Greek Monotonic
περιφόρητος: -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ.
II. περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περιφόρητος: повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut.
Middle Liddell
περιφόρητος, ον,
I. able to be carried about, portable, Hdt.
II. notorious, infamous, Plut.