πλαγκτήρ: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0623.png Seite 623]] ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0623.png Seite 623]] ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />errant ; qui fait errer, qui égare (<i>ép. de Bacchus</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλαγκτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πλάζω]]) ἢ (ἐνεργ.) ὁ παραπλανῶν, [[πλάνος]], ἢ (παθ.) περιπλανώμενος, [[ἀλήτης]], ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17. | |lstext='''πλαγκτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πλάζω]]) ἢ (ἐνεργ.) ὁ παραπλανῶν, [[πλάνος]], ἢ (παθ.) περιπλανώμενος, [[ἀλήτης]], ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πλάζω A) either (Act.) he that leads astray, the beguiler, or (Pass.) the roamer, epithet of Dionysus, AP9.524.17: fem. πλάγκτειρα, ἀτραπιτός, of the Zodiac, Hymn.Is.29.
German (Pape)
[Seite 623] ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17).
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
errant ; qui fait errer, qui égare (ép. de Bacchus).
Étymologie: πλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
πλαγκτήρ: ῆρος, ὁ, (πλάζω) ἢ (ἐνεργ.) ὁ παραπλανῶν, πλάνος, ἢ (παθ.) περιπλανώμενος, ἀλήτης, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου) (με ενεργ
σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο πλάνος
2. (με παθ. σημ.) περιπλανώμενος, αλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- του πλάζω + επίθημα -τηρ/-τειρα (πρβλ. σφιγκ-τήρ)].
Greek Monotonic
πλαγκτήρ: -ῆρος, ὁ (πλάζω), είτε Ενεργ., αυτός που εξαπατά είτε Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πλαγκτήρ: ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.
Middle Liddell
πλαγκτήρ, ῆρος, ὁ, πλάζω
the beguiler, (or pass.) the roamer, of Bacchus, Anth.