πολυσθενής: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très fort.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σθένος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυσθενής''': -ές, ὁ ἔχων πολὺ [[σθένος]], Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.
|lstext='''πολυσθενής''': -ές, ὁ ἔχων πολὺ [[σθένος]], Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très fort.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σθένος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσθενής Medium diacritics: πολυσθενής Low diacritics: πολυσθενής Capitals: ΠΟΛΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: polysthenḗs Transliteration B: polysthenēs Transliteration C: polysthenis Beta Code: polusqenh/s

English (LSJ)

ές, of great might, νηῶν ὅπλον Epic.Alex.Adesp.9 ii 11, cf. Luc.Trag.192, Q.S.2.205, al. σῐνής, ές, (σίνομαι) very hurtful, baneful, κύων A.Ch.446 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort.
Étymologie: πολύς, σθένος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσθενής: -ές, ὁ ἔχων πολὺ σθένος, Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α
νεοελλ.
χημ. αυτός του οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα
αρχ.
αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σθενής (< σθένος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσθενής -ές [πολύς, σθένος] heel machtig.

Russian (Dvoretsky)

πολυσθενής: весьма сильный, могучий (θεά Luc.).