πολύχρηστος: Difference between revisions
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />très utile ; très employé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρηστός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύχρηστος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰ [[χρήσιμος]], [[λίαν]] [[χρήσιμος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1. | |lstext='''πολύχρηστος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰ [[χρήσιμος]], [[λίαν]] [[χρήσιμος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:21, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, useful for many purposes, very useful, Arist.GA789b9, Pol.1337b26, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. Corn.ND9: Comp., Muson.Fr. 20p.112H., Alex.Aphr. in Top.277.4. Adv. -τως v.l. in Paul.Aeg.7.16.
German (Pape)
[Seite 677] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très utile ; très employé.
Étymologie: πολύς, χρηστός.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρηστος: -ον, ὁ εἰς πολλὰ χρήσιμος, λίαν χρήσιμος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον
η πολυχρηστία.
επίρρ...
πολυχρήστως
κατά πολύχρηστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρηστός (< χρῶμαι), πρβλ. εύ-χρηστος].
Greek Monotonic
πολύχρηστος: -ον, χρήσιμος για πολλούς λόγους, για πολλά πράγματα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πολύχρηστος: весьма полезный (πρός τι Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχρηστος -ον [πολύς, χρηστός] zeer nuttig.