ποντιάς: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0681.png Seite 681]] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu [[πόντιος]]; [[ἅλμα]], Pind. N. 4, 36; [[γέφυρα]], I. 3, 38, der Isthmus; [[αὔρα]], Eur. Hec. 444; [[χελώνη]], Crates bei Ath. III, 117 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0681.png Seite 681]] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu [[πόντιος]]; [[ἅλμα]], Pind. N. 4, 36; [[γέφυρα]], I. 3, 38, der Isthmus; [[αὔρα]], Eur. Hec. 444; [[χελώνη]], Crates bei Ath. III, 117 b.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de la mer, maritime.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποντιάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[πόντιος]], ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. [[γέφυρα]], δηλ. ὁ [[ἰσθμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. [[αὔρα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 444· [[χελώνη]] Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.
|lstext='''ποντιάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[πόντιος]], ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. [[γέφυρα]], δηλ. ὁ [[ἰσθμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. [[αὔρα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 444· [[χελώνη]] Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de la mer, maritime.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 08:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντιάς Medium diacritics: ποντιάς Low diacritics: ποντιάς Capitals: ΠΟΝΤΙΑΣ
Transliteration A: pontiás Transliteration B: pontias Transliteration C: pontias Beta Code: pontia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, poet. fem. of πόντιος, ἅλμα Pi.N.4.36; γέφυρα π., i.e. the Isthmus, Id.I.4(3).20; π. αὔρα E.Hec.444 (lyr.); χελώνη Crates Com.29.

German (Pape)

[Seite 681] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu πόντιος; ἅλμα, Pind. N. 4, 36; γέφυρα, I. 3, 38, der Isthmus; αὔρα, Eur. Hec. 444; χελώνη, Crates bei Ath. III, 117 b.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de la mer, maritime.
Étymologie: πόντος.

Greek (Liddell-Scott)

ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ πόντιος, ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. γέφυρα, δηλ. ὁ ἰσθμός, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. αὔρα Εὐρ. Ἑκάβ. 444· χελώνη Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.

English (Slater)

ποντῐᾰς f. adj., of the sea βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα (N. 4.36) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20)

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΑ
αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.)
αρχ.
φρ. «ποντιὰς γέφυρα» — ο ισθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. νησ-ιάς)].

Greek Monotonic

ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του πόντιος, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ποντιάς: άδος (ᾰδ) adj. f морская (ἅλμα Pind.; αὔρα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποντιάς -άδος [πόντος] adj. f., zee-, van de zee.

Middle Liddell

ποντιάς, άδος, poet. fem. of πόντιος, Pind., Eur.]