προγεννήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ορος, ὁ, = Vorigem, παλαιοί, Eur. Hipp. 1380.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ορος, ὁ, = Vorigem, παλαιοί, Eur. Hipp. 1380.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γεννάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προγεννήτωρ''': -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.
|lstext='''προγεννήτωρ''': -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γεννάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:29, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγεννήτωρ Medium diacritics: προγεννήτωρ Low diacritics: προγεννήτωρ Capitals: ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΩΡ
Transliteration A: progennḗtōr Transliteration B: progennētōr Transliteration C: progennitor Beta Code: progennh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, in plural προγεννήτορες, forefathers, E.Hipp. 1380 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 713] ορος, ὁ, = Vorigem, παλαιοί, Eur. Hipp. 1380.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul.
Étymologie: πρό, γεννάω.

Greek (Liddell-Scott)

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.

Greek Monolingual

και προγενέτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α
1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης
2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ
3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες
οι πρόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. προηγή-τωρ)].

Greek Monotonic

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγεννήτωρ -ορος, ὁ [πρό, γεννήτωρ] plur. voorouders.

Russian (Dvoretsky)

προγεννήτωρ: ορος ὁ прародитель, предок Eur.

Middle Liddell

προ-γεννήτωρ, ορος, ὁ,
in pl. forefathers, Eur.