πορνοβοσκός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] Huren haltend, subst. der Hurenwirth; ὑπὸ πορνοβοσκῷ εἶναι, Dem. 59, 30; Aesch. 1, 188; Ath. u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] Huren haltend, subst. der Hurenwirth; ὑπὸ πορνοβοσκῷ εἶναι, Dem. 59, 30; Aesch. 1, 188; Ath. u. A.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui tient une maison de prostitution.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορνοβοσκός''': ὁ, ὁ διατηρῶν πόρνας, ὁ διευθύνων [[πορνεῖον]], Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1, Αἰσχίν. 89. 4, Δημ. 1354. 22, κτλ. ― [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Εὐβούλου.
|lstext='''πορνοβοσκός''': ὁ, ὁ διατηρῶν πόρνας, ὁ διευθύνων [[πορνεῖον]], Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1, Αἰσχίν. 89. 4, Δημ. 1354. 22, κτλ. ― [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Εὐβούλου.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui tient une maison de prostitution.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοβοσκός Medium diacritics: πορνοβοσκός Low diacritics: πορνοβοσκός Capitals: ΠΟΡΝΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: pornoboskós Transliteration B: pornoboskos Transliteration C: pornovoskos Beta Code: pornobosko/s

English (LSJ)

ὁ, brothelkeeper, brothel-keeper, pimp, pander, Myrtil. 4, Aeschin.3.246, D.59.30, Arist.EN1121b33: title of plays by Eubulus, Anaxilas, and Posidippus, and mime by Herodas.

German (Pape)

[Seite 684] Huren haltend, subst. der Hurenwirth; ὑπὸ πορνοβοσκῷ εἶναι, Dem. 59, 30; Aesch. 1, 188; Ath. u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tient une maison de prostitution.
Étymologie: πόρνη, βόσκω.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοβοσκός: ὁ, ὁ διατηρῶν πόρνας, ὁ διευθύνων πορνεῖον, Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1, Αἰσχίν. 89. 4, Δημ. 1354. 22, κτλ. ― ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Εὐβούλου.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μαστροπός, προαγωγός
αρχ.
ως κύριο όν. Πορνοβοσκός
τίτλος κωμωδιών του Ευβούλου, του Αναξίλα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + βοσκός.

Greek Monotonic

πορνοβοσκός: ὁ, αυτός που διατηρεί οίκο ανοχής, σε Αισχίν., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορνοβοσκός -οῦ, ὁ [πόρνη, βόσκω] bordeelhouder, pooier.

Russian (Dvoretsky)

πορνοβοσκός: ὁ и ἡ содержатель (содержательница) притона Dem., Aeschin.

Middle Liddell

πορνο-βοσκός, οῦ, ὁ,
a brothel-keeper, Aeschin., Dem.