πρόσχισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden [[πρόσχισμα]], [[κεφαλίς]], [[χιτών]], u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91. τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden [[πρόσχισμα]], [[κεφαλίς]], [[χιτών]], u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden [[πρόσχισμα]], [[κεφαλίς]], [[χιτών]], u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91. τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden [[πρόσχισμα]], [[κεφαλίς]], [[χιτών]], u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.
|lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχισμα Medium diacritics: πρόσχισμα Low diacritics: πρόσχισμα Capitals: ΠΡΟΣΧΙΣΜΑ
Transliteration A: próschisma Transliteration B: proschisma Transliteration C: proschisma Beta Code: pro/sxisma

English (LSJ)

ατος, τό, a kind of shoe, A slit in front (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Hsch.), Ar.Fr.842. II the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.Rh.1392a31, Pr.956b4.

German (Pape)

[Seite 789] τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91. τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de chaussure fendue par devant.
Étymologie: πρό, σχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχισμα: τό, εἶδος ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ ὑποδήματος, διότι ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α προσχίζω
1. είδος υποδήματος σχισμένου στο μπροστινό μέρος
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος που έχει σχίσιμο ή άνοιγμα.

Greek Monotonic

πρόσχισμα: -ατος, τό, παπούτσι που έχει άνοιγμα μπροστά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχισμα: ατος τό просхисма (род обуви, предполож. с разрезом спереди Arph. или передняя часть обуви Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσχισμα -ατος, τό [προσχίζω] voorste (gespleten) deel van een schoen.

Middle Liddell

πρό-σχισμα, ατος, τό,
the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.