σκύλευμα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sku/leuma
|Beta Code=sku/leuma
|Definition=ατος, τό, usually in plural, [[arm]]s [[strip]]ped off a [[slain]] [[enemy]], [[spoil]]s, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>857</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ion</span> 1145</span>, <span class="bibl">Th.4.44</span>.
|Definition=ατος, τό, usually in plural, [[arm]]s [[strip]]ped off a [[slain]] [[enemy]], [[spoil]]s, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>857</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ion</span> 1145</span>, <span class="bibl">Th.4.44</span>.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dépouille d'un ennemi tué ; dépouille <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[σκυλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύλευμα''': [ῡ], τό, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
|lstext='''σκύλευμα''': [ῡ], τό, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dépouille d'un ennemi tué ; dépouille <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[σκυλεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:58, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡλευμα Medium diacritics: σκύλευμα Low diacritics: σκύλευμα Capitals: ΣΚΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: skýleuma Transliteration B: skyleuma Transliteration C: skylevma Beta Code: sku/leuma

English (LSJ)

ατος, τό, usually in plural, arms stripped off a slain enemy, spoils, E.Ph.857, Ion 1145, Th.4.44.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille d'un ennemi tué ; dépouille en gén.
Étymologie: σκυλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλευμα: [ῡ], τό, μάλιστα ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκυλεύω
1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση
2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ.
β. «ἀνεχώρουν κατὰ τάχος... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», Θουκ.).

Greek Monotonic

σκύλευμα: [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σκύλευμα: ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи (πολέμια σκυλεύματα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.

Middle Liddell

σκύ¯λευμα, ατος, τό,
mostly in plural the arms stripped off a slain enemy, spoils, Eur., Thuc. [from σκῡλεύω]

English (Woodhouse)

arms taken from the dead

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)