σκυτοτομικός: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] ή, όν, zum Schuster, zum Schusterhandwerke gehörig; [[πλῆθος]], Ar. Eccl. 432; ὁ σκυτ., der Schuster, Plat. Rep. VI, 443 c; ἡ σκυτοτομική, das Schusterhandwerk, Theaet. 146 c u. öfter, wie Aesch. 1, 97. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] ή, όν, zum Schuster, zum Schusterhandwerke gehörig; [[πλῆθος]], Ar. Eccl. 432; ὁ σκυτ., der Schuster, Plat. Rep. VI, 443 c; ἡ σκυτοτομική, das Schusterhandwerk, Theaet. 146 c u. öfter, wie Aesch. 1, 97. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de cordonnier ; ὁ [[σκυτοτομικός]] cordonnier ; ἡ σκυτοτομικὴ [[τέχνη]] <i>ou subst.</i> ἡ σκυτοτομική art du cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκυτοτόμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῡτοτομικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. [[πλῆθος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ [[σκυτοτόμος]], Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] 333Α, κτλ.· ἡ σκ. [[τέχνη]] Αἰσχίν. 14. 1. | |lstext='''σκῡτοτομικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. [[πλῆθος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ [[σκυτοτόμος]], Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] 333Α, κτλ.· ἡ σκ. [[τέχνη]] Αἰσχίν. 14. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:59, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for a shoemaker, τὸ σ. πλῆθος Ar. Ec. 432 ; ὁ σ., = ὁ σκυτοτόμος, Pl. R. 443c ; ἡ σκυτοτομική (sc. τέχνη), = σκυτοτομία (shoemaking), ib. 333a, etc. ; ἡ σ. τέχνη Aeschin. 1.97.
German (Pape)
[Seite 909] ή, όν, zum Schuster, zum Schusterhandwerke gehörig; πλῆθος, Ar. Eccl. 432; ὁ σκυτ., der Schuster, Plat. Rep. VI, 443 c; ἡ σκυτοτομική, das Schusterhandwerk, Theaet. 146 c u. öfter, wie Aesch. 1, 97.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cordonnier ; ὁ σκυτοτομικός cordonnier ; ἡ σκυτοτομικὴ τέχνη ou subst. ἡ σκυτοτομική art du cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. πλῆθος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ σκυτοτόμος, Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι 333Α, κτλ.· ἡ σκ. τέχνη Αἰσχίν. 14. 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σκυτοτόμος
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκυτοτομικός
ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῖν», Πλάτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτοτομική
η σκυτοτομία.
Greek Monotonic
σκῡτοτομικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για υποδηματοποιό, σε Αριστοφ.· ὁ σκυτοτομικός = ὁ σκυτοτόμος, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), το προηγ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτοτομικός: II ὁ сапожник Plat.
сапожный (τέχνη Aeschin.): τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος Arph. толпа сапожников.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτοτομικός -ή -όν [σκυτοτόμος] behorend tot de schoenmakerij:. ἡ σκυτοτομική ( sc. τέχνη ) het schoenmakersvak. subst. ὁ σκυτοτομικός leerbewerker, schoenmaker.
Middle Liddell
σκῡτοτομικός, ή, όν
of or for a shoemaker, Ar.; ὁ σκ. = ὁ σκυτοτόμος, Plat.: ἡ-κή (sc. τέχνἠ, = σκυτοτομία, Plat. [from σκῡτοτόμος]