σκελετεύω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.
}}
{{bailly
|btext=dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκελετεύω''': [[σκέλλω]], Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., [[ξηραίνω]] ἢ [[φθείρω]] καὶ [[καταστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. [[ξηραίνω]] ἢ ἁλατίζω [[κρέας]], Διοσκ. 2. 2· πλῆρες: σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· [[ὡσαύτως]] [[ταριχεύω]] νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.
|lstext='''σκελετεύω''': [[σκέλλω]], Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., [[ξηραίνω]] ἢ [[φθείρω]] καὶ [[καταστρέφω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. [[ξηραίνω]] ἢ ἁλατίζω [[κρέας]], Διοσκ. 2. 2· πλῆρες: σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· [[ὡσαύτως]] [[ταριχεύω]] νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σκελετός]]<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]], [[αποξηραίνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[κρέας]]) [[αλατίζω]], [[παστώνω]]<br /><b>3.</b> [[ταριχεύω]], [[βαλσαμώνω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκελετεύομαι</i><br />α) ξηραίνομαι<br />β) φθείρομαι, καταστρέφομαι.
|mltxt=Α [[σκελετός]]<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]], [[αποξηραίνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[κρέας]]) [[αλατίζω]], [[παστώνω]]<br /><b>3.</b> [[ταριχεύω]], [[βαλσαμώνω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκελετεύομαι</i><br />α) ξηραίνομαι<br />β) φθείρομαι, καταστρέφομαι.
}}
}}

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελετεύω Medium diacritics: σκελετεύω Low diacritics: σκελετεύω Capitals: ΣΚΕΛΕΤΕΥΩ
Transliteration A: skeleteúō Transliteration B: skeleteuō Transliteration C: skeleteyo Beta Code: skeleteu/w

English (LSJ)

A = σκέλλω, Poll.2.194, Zonar.:—Pass., wither or waste away, Ar.Fr.851, Gal.6.126. II dry or salt flesh, Dsc.2.2 (Pass.); σ. δι' ἁλός ib.25 (Pass.); dry fruit, Gal.6.558; also, embalm a corpse, Telesp.31 H.

German (Pape)

[Seite 891] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.

French (Bailly abrégé)

dessécher.
Étymologie: σκελετός.

Greek (Liddell-Scott)

σκελετεύω: σκέλλω, Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., ξηραίνωφθείρω καὶ καταστρέφω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. ξηραίνω ἢ ἁλατίζω κρέας, Διοσκ. 2. 2· πλῆρες: σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· ὡσαύτως ταριχεύω νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.

Greek Monolingual

Α σκελετός
1. ξηραίνω, αποξηραίνω
2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω
3. ταριχεύω, βαλσαμώνω
4. παθ. σκελετεύομαι
α) ξηραίνομαι
β) φθείρομαι, καταστρέφομαι.