συγκραματικός: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui consiste en un mélange.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκραμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκρᾱμᾰτικός''': -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, [[σύμμικτος]], Πλούτ. 2. 904F. | |lstext='''συγκρᾱμᾰτικός''': -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, [[σύμμικτος]], Πλούτ. 2. 904F. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.
German (Pape)
[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.