συμμονή: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séjour en commun.<br />'''Étymologie:''' [[συμμένω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμονή''': ἡ, τὸ παραμένειν [[ὁμοῦ]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ [[ὁμοῦ]] ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.
|lstext='''συμμονή''': ἡ, τὸ παραμένειν [[ὁμοῦ]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ [[ὁμοῦ]] ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séjour en commun.<br />'''Étymologie:''' [[συμμένω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμονή Medium diacritics: συμμονή Low diacritics: συμμονή Capitals: ΣΥΜΜΟΝΗ
Transliteration A: symmonḗ Transliteration B: symmonē Transliteration C: symmoni Beta Code: summonh/

English (LSJ)

ἡ, holding together, coherence, permanence, [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; holding together of the divine order, M.Ant.5.8; σ. τῶν σπερμάτων preservation, Dsc.Prooem.9; living together, Muson.Fr.13A p.68H.; in Gramm., close connection, τῶν πτώσεων A.D.Adv.202.5.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
séjour en commun.
Étymologie: συμμένω.

Greek (Liddell-Scott)

συμμονή: ἡ, τὸ παραμένειν ὁμοῦ, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ ὁμοῦ ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο
2. γραμμ. άμεση σχέση
3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο
4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο
5. συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή.

Russian (Dvoretsky)

συμμονή:сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.