συμπληθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.
}}
{{bailly
|btext=compléter, augmenter, multiplier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πληθύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπληθύνω''': [ῡ], [[πληθύνω]] ἢ [[αὐξάνω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., [[λαμβάνω]] τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.
|lstext='''συμπληθύνω''': [ῡ], [[πληθύνω]] ἢ [[αὐξάνω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., [[λαμβάνω]] τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.
}}
{{bailly
|btext=compléter, augmenter, multiplier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πληθύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληθύνω Medium diacritics: συμπληθύνω Low diacritics: συμπληθύνω Capitals: ΣΥΜΠΛΗΘΥΝΩ
Transliteration A: symplēthýnō Transliteration B: symplēthynō Transliteration C: symplithyno Beta Code: sumplhqu/nw

English (LSJ)

[ῡ], A help to increase, X.Oec.18.2. 2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S. II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:— Pass., take plural forms, ib.205.1.

German (Pape)

[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.

French (Bailly abrégé)

compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνωαὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].

Greek Monotonic

συμπληθύνω: [ῡ], πολλαπλασιάζω ή αυξάνω από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπληθύνω: (ῡ) приумножать, увеличивать Xen.

Middle Liddell


to multiply or increase together, Xen.